στεινότης

στεινότης
ἡ, Α
βλ. στενότης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στενότητα — η / στενότης, ητος, ΝΜΑ, και ιων. τ. στεινοτης Α [στενός] 1. η ιδιότητα τού στενού, το να είναι κάτι στενό («στενότητα χώρου») 2. συνεκδ. έλλειψη, ανεπάρκεια (α. «οικονομική στενότητα» ποσοτική και ποιοτική ανεπάρκεια αγαθών και παραγωγικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”